αγουρογεννώ

αγουρογεννώ
(-άω) [αγουρόγεννος]
γεννώ πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρόγεννος.
ΠΑΡ. αγουρογέννητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγουρο- — θ. τού επιθ. άγουρος ως α συνθετικό που δηλώνει: 1. τους πρώιμους καρπούς (αγουροδαμάσκηνο, αγουρόμηλο, αγουρόσυκο) 2. ότι κάτι γίνεται πρόωρα, πριν από την καθορισμένη ώρα (αγουρογεννώ, αγουρογερνώ, αγουροθερίζω, αγουροξυπνώ, αγουροπεθαίνω) …   Dictionary of Greek

  • αγουρογέννητος — η, ο [αγουρογεννώ] αυτός που γεννήθηκε πρόωρα, πρόωρος, πρώιμος …   Dictionary of Greek

  • αγουρόγεννος — η, ο αυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + γεννώ. ΠΑΡ. αγουρογεννώ] …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”